- λευκοδερμία
- η мед. лейкодермия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λευκοδερμία — η [λευκόδερμος] το λευκόδερμα … Dictionary of Greek
λευκόδερμα — το ιατρ. γενική ή τοπική έλλειψη χρωστικής τού δέρματος, αλλ. λευκοδερμία, λευκοπάθεια, αχρωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. leukoderma < νεολατ. leucoderma < leuk(o) (<λευκ[ο] *) + derma (< δέρμα)] … Dictionary of Greek
λευκόχροια — η (Α λευκόχροια) [λευκόχρους] λευκότητα, ασπρίλα νεοελλ. λευκοδερμία … Dictionary of Greek